παγοθραυστικός

παγοθραυστικός
-ή, -ό
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον παγοθραύστη, ο κατάλληλος για το σπάσιμο τών πάγων
2. το ουδ. ως ουσ. το παγοθραυστικό
ναυτ. πλοίο με ειδική κατασκευή και εξοπλισμό, το οποίο έχει προορισμό να σπάει τον πάγο που φράζει ένα θαλάσσιο πέρασμα και να τό διατηρεί έτσι ανοιχτό στη ναυσιπλοΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγοθραύστης. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”